- παναγιστία
- παν-ᾰγιστία, ἡ,A = παναγία, dub.sens., Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναγιστία — και παναγιστεία, ἡ (ΑΜ) (κατά τον Ησύχ.) «παντελής ἁγιότης» μσν. τιμητικό επίθετο τού πατριάρχη, παναγιότητα («τῇ ὑμετέρᾳ παναγιστίᾳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁγιστεία «αγιοσύνη» (< ἁγιστεύω)] … Dictionary of Greek
παναγιστίας — παναγιστίᾱς , παναγιστία fem acc pl παναγιστίᾱς , παναγιστία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)